ἐπιδιορθώσει

ἐπιδιορθώσει
ἐπιδιόρθωσις
correction of a previous expression
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιδιορθώσεϊ , ἐπιδιόρθωσις
correction of a previous expression
fem dat sg (epic)
ἐπιδιόρθωσις
correction of a previous expression
fem dat sg (attic ionic)
ἐπιδιορθόομαι
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιδιορθόομαι
fut ind mid 2nd sg
ἐπιδιορθόομαι
fut ind act 3rd sg
ἐπιδιορθόω
correct afterwards
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιδιορθόω
correct afterwards
fut ind mid 2nd sg
ἐπιδιορθόω
correct afterwards
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακεστικός — ἀκεστικός, ή, όν (Α) [ἀκεστός] 1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει 2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού 3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα «κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοίτας — (5οςαι. π.Χ.). Χαλκουργός δωρικής καταγωγής από τις Κυδωνίες της Κρήτης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Σικυώνα. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως γιο του Αριστοκλή και πατέρα και δάσκαλο του Αριστοκλή του νεότερου. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”